- γλωσσοκομεῖον
- γλωσσοκομεῖονcase to keep the reedsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλωσσοκομείον — γλωσσοκομεῑον και γλωττοκομεῑον, το (Α) [γλωσσόκομον] 1. κιβώτιο για τη φύλαξη γλωττίδων, στομίων τών αυλών 2. ορθοπεδική συσκευή για να συγκρατεί ακίνητο κάποιο εξαρθρωμένο ή σπασμένο μέλος τού σώματος 3. το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
γλωττοκομεῖον — γλωσσοκομεῖον , γλωσσοκομεῖον case to keep the reeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωσσοκομείοις — γλωσσοκομεῖον case to keep the reeds neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
γλωττοκομείον — γλωττοκομεῑον, το (Α) βλ. γλωσσοκομείον … Dictionary of Greek
κάμψα — Αρχαία μικρή πόλη στη δυτική ακτή της Χαλκιδικής. Από εκεί πέρασε ο στόλος του Ξέρξη κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του προς την Ελλάδα. Ίσως ονομαζόταν και Καναστραία. Έχουν διασωθεί ασημένια νομίσματα του 480 π.Χ. Αναφέρεται επίσης και ως… … Dictionary of Greek
γλωττοκομείου — γλωσσοκομείου , γλωσσοκομεῖον case to keep the reeds neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλωττοκομείῳ — γλωσσοκομείῳ , γλωσσοκομεῖον case to keep the reeds neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)